Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

Ο ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΘΑΜΥΡΙΣ-ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ

  


Πέρα στις πλατιές πεδιάδες της μακρινής Θράκης, η άνοιξη είχε φτάσει για τα καλά. Οι ημέρες είχαν μεγαλώσει, τα ηλιοτρόπια είχαν ψηλώσει κοιτάζοντας συνέχεια τον Ήλιο, και τα βουβάλια στους βάλτους αναμασούσαν τεμπέλικα το χορτάρι. Στις πυκνόφυλλες λεύκες τα πουλιά έφτιαναν τίς φωλιές τους.

Εκείνο το πρωινό, σ ‘ένα χωριουδάκι ανατολικά του Νέστου, ένας νέος ψηλός με κατάξανθα μακριά μαλλιά, βγήκε στο δρομάκι. Ξοπίσω του η ηλικιωμένη γυναίκα με τον μακρύ της χιτώνα τον ακολούθησε.
-Ώστε γιέ μου θα φύγεις; τον ρώτησε με φωνή τρεμάμενη.
- Ναι μητέρα, πρέπει να φύγω. Ο Βασιλιάς της Οιχαλίας με κάλεσε στα μεγάλα Μυστήρια που θα γίνουν στην αρχή του φθινόπωρου στο Καρνάσιο άλσος της Ανδανίας. Θα παίξω λύρα και θα τραγουδήσω στην τελετή της έναρξης και λήξης. Η Μεσσηνία μάνα μου είναι τόσο μακριά που δεν το βάνει ο νους σου και πρέπει να ξεκινήσω τώρα που είναι Άνοιξη για να είμαι εκεί στην αρχή του φθινόπωρου.


Είδε η μάνα ότι δεν γινόταν να αναβάλει το ταξίδι ο γιος της. Πήρε το ταγάρι που είχε αποθέσει στο χώμα και του το πέρασε στο ώμο. Είχε βάλει μέσα τυρί βουβαλίσιο, ξεροψημένο ψωμί, λίγο παστό κρέας και αλατισμένους ηλιόσπορους. Στον άλλο του ώμο ο γιος είχε κρεμασμένη τη λύρα του από έναν δερμάτινο ιμάντα κι ένα φλασκί με κρασί.
Γύρισε ,κοιτάχτηκαν στα μάτια και μετά αγκαλιάστηκαν σφιχτά για ώρα πολλή. Ένιωθε τα δάκρυα της μάνας του καυτά στον λαιμό του και άκουγε τίς ψιθυριστές συμβουλές της και τίς ευχές της για το μακρινό του ταξίδι. Μετά ξαφνικά χωρίστηκαν και ο νέος με μεγάλα βιαστικά βήματα απομακρύνθηκε . Καθώς ξεμάκραινε, η μάνα του έκανε λιγοστά βήματα κατά κείνον και φώναξε . -Γιέ μου να προσέχεις. Εκείνος σήκωσε το χέρι χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει , σ ‘έναν τελευταίο χαιρετισμό και χάθηκε στη στροφή του δρόμου. Η μάνα ξαναμπήκε στο σπιτάκι και σφούγγισε τα μάτια της με το μαντήλι της κεφαλής της , όπως κάνουν όλες οι μάνες όταν το παιδί τους ξενιτεύεται.
Στην άκρη του χωριού, ο νέος άνοιξε την αυλόπορτα ενός σπιτιού και μπήκε. Σέ μια γωνιά καθόταν ο γέροντας, τυφλός και χάιδευε τον σκύλο του.
-Γειά σου αγαπημένε μου δάσκαλε, είπε με σεβασμό.
-Καλώς ήλθες Θάμυρι, αντιχαιρέτισε ο γέροντας. Ξεκίνησες λοιπόν;
-Ναι δάσκαλε, όπως σου έχω εξηγήσει, ο Βασιλιάς της Οιχαλίας, επιθυμεί να παίξω λύρα και να τραγουδήσω εγώ στα μεγάλα Μυστήρια. Οι πρώτοι βασιλιάδες της Ανδανίας, ο Πολυκάων και η Μεσσήνη, έφεραν στην αρχή τα μυστήρια από την Ελευσίνα, αλλά τώρα έχουν περάσει ήδη πέντε γενιές και ο νέος Βασιλιάς θέλει να τα αναβαθμίσει.