Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Ένα ταπεινό ζώο σήκωσε στις πλάτες του το Θεό-Οι άνθρωποι τον σταύρωσαν!!!

…καί είπεν ο Θεός εξαγαγέτω η γή ψυχήν ζώσαν κατά γένος, τετράποδα και ερπετά κατά γένος και εγένετο ούτως…
Βιβλίον Γενέσεως στίχος 24-Μετάφρασις των εβδομήκοντα
Ο γάιδαρος είναι ζώο πειθαρχικό και ακατάδεχτο, που μαζί με το σκύλο, τη γάτα, την κατσίκα, το πρόβατο, το βόδι, το άλογο, το μουλάρι και τα πουλερικά, αποτελεί την κοινωνία των ζώων του χωρίου.Τρώει μόνο χορταρικά, χωρίς να ενδιαφέρεται αν είναι ξερά ή χλωρά, με κανένα όμως τρόπο δεν τα θέλει βρασμένα.Στους ξηρούς καρπούς έχει κι ΄αυτός τις προτιμήσεις του. 
Εκείνο πού είναι χαρακτηριστικό,είναι ο τρόπος που δουλεύει το επάνω του αχείλι όταν περιμαζεύει το χόρτο, για να το φέρει στις δοντάρες του, χερόβολο-χερόβολο, ενώ την ίδια στιγμή τα μεγάλα του ρουθούνια είτε από ερεθισμό είτε από σκοπιμότητα φυσάνε μ ένα ηχηρό ρουθούνισμα.Το φαί του το κερδίζει με τον Ιδρώτα του και ύστερα από πολλή δουλειά. 

Μεροφάι μεροδούλι.Δουλεύει αγόγγυστα και σκληρά, και από περιποίηση απλός και λιτός. Κι’ ό,τι στολίδι φορεί, σαμάρι, καπίστρι, πιστιά, είναι για λόγους πειθαρχίας φορτώματος, γι’ αυτό όταν απαλλαγεί από αυτά, κυλιέται στο χώμα ευτυχισμένος.

Ο άνθρωπος, πού τον εκμεταλλεύεται σκληρά, τον είπε πεισματάρη, ενώ σύγχρονα τον χαρακτηρίζει σαν ζώο με την πιο μεγάλη υπομονή, την γαϊδουρινή. Αλλοπρόσαλλα πράγματα…

Κι΄ όμως ο γάιδαρος έχει πολύπλευρο χαρακτήρα. Είναι αγαθός, είναι και πεισματάρης, πάντα όμως καρτερικός και δουλευτής. Δουλευτής μεγάλης αντοχής και αφάνταστης ανοχής. Δυό κοφίνια σταφύλια 70 κιλά, στα πλευρά, η Δεσποινιώ στο σαμάρι και το Γιαννάκι πίσω στακαπούλια και χμ! ανεβαίνει τον ανήφορο χωρίς φωνή απ΄ το στόμα. ‘Έχει τον δικό του ηχηρό τρόπο να εκδηλώνει τα σημάδια του παραφορτώματος του…

Έχει όμως και τα έκτακτα του αυτό το ανέβασμα προς το χωριό. Του δημιουργούν ερωτήματα, η σκιά εκεί στο βράχο, το σανίδι εκείνο στο γεφύρι. Τεντώνει προς τα εμπρός τα αυτιά του και συλλογιέται: Από δω ξαναπέρασα; Εκείνο που σαλεύει από πού ήρθε; Τι ζητά από μένα; Εκείνος ο κόρακας στο κούτσουρο επάνω; Αλλά προ παντός σκέφτεται ότι η καβαλλάρισσά του είναι ένα κοριτσάκι αδέξιο και χαζό. Μπορεί να επαναστατήσει πια. Δες ο σκύλος, πως τρέχει ελεύθερος χωρίς να προσφέρει τίποτε; Το βάρος όμως του σταφυλιού τον κρατάει πειθαρχικό. Δοκιμάζει τότε, σαν τελευταία ενέργεια, να γυρίσει το λαιμό του, να κλέψει ένα βοτρύδι σταφύλι απ΄το δεξιό κοφίνι. Η Δεσποινιώ όμως ξελαρυγγίζεται αμέσως <<χμ! χμ! μπρέ>>. Σταφύλια μου θέλεις κιόλας. Παραδούλεψες. Αυτός, ύστερα από δυό βεργιές που έφαγε, γυρνάει με μια παράξενη ηρεμία, θαρρείς και λέει; <<Τι αφελές παιδί που είσαι Δεσποινούλα μου! Νομίζεις ότι υπακούω, γιατί σε φοβάμαι…>>.

Αλλά τη στιγμή εκείνη νικάει η φιλοσοφική του διάθεση. Θέλει να ρεμβάσει. Αφήνει τους αναβάτες του να ξελαρυγγίζονται, σταματάει στον τόπο και κοιτάει τον ήλιο που δύει. Έτσι ιδρωμένος, κουρασμένος, καρτερικός, αγνάντια στον ήλιο με τα μεγάλα του μάτια, θαρρείς έχει θυμηθεί την προϊστορική του ελευθερία. Ποιοί ήταν οι προγονοί του; Πως ζούσαν πριν χιλιάδες χρόνια; Κι΄αυτό το δίποδο, ο άνθρωπος που τη βρήκε αυτή τη δύναμη πάνω στους όμοιους του;

Από που ο σκύλος απόκτησε τόσα δικαιώματα; Κι’ αυτός ο κόρακας πώς τα καταφέρνει και πετά;

Οι μικροί επάνω του βράχνιασαν να φωνάζουν, κι’ αυτός αισθάνεται να κυνηγά κάποια ανεξήγητη ερμηνεία της ύπαρξής του, με το να στέκεται στο ίδιο σημείο του τόπου και του χρόνου, γιατί η κάθε κίνηση γι΄ αυτόν δεν έχει μπρός ή πίσω, και να αναρωτιέται γιατί δέχεται να ζει. Έφτασε όμως ο κυρ Σταμάτης, κι’ ακούεται η αγριάδα του να λυσσά κιόλας στα πισινά του, κι’ ο φιλόσοφός μας κινείται αργά, κουνώντας σοβαρά το μεγάλο κεφάλι του, σαν να λέει: «καλά κυρ Σταμάτη, καλά…», κι’ ανεβαίνει τον ανήφορο, την ώρα πού ο ήλιος βυθίζεται στο βουνό.

Κάμνει όλες τις δουλειές του σπιτιού. Κουβαλάει ξύλα, νερό, κοπριά, αλεύρι, άχυρο. Και πολλές φορές στολισμένος πανηγυρικά πάει τη φαμίλια ολόκληρη στο πανηγύρι. Εκεί, πίσω απ το χοροστάσι δεμένος, πάνω στο κέφι των χορευτών και στο ανηφόρισμα του κλαρίνου, παίρνει κι’ αυτός έναν αμανέ δικής του έμπνευσης, τόσο ξεχωριστό και δυνατό, πού επιβάλλεται σ ’ όλη την περιοχή! Λένε πώς τα ζώα του χωριού ήθελαν να τον διαλέξουν δήμαρχο, αλλά δεν το δέχτηκε. Δεν είναι ματαιόδοξος, σαν τον εξάδερφό του, το άλογο, ούτε σαν τον άλλο, τον νόθο συγγενή του, το μουλάρι, που νομίζει πως μπορεί να γίνη το πρώτο μες στα ζώα. Του τά’πε κάποτε ο γάιδαρος ταπεινά: «Γάιδαρος είσαι καϋμένε και σύ και φαίνεσαι. Αυτός στέκεται στο ύψος της γενιάς του. Γάϊδαρος ήταν, γάϊδαρος μένει. Λένε ακόμα πώς κάποτε άκουσε το δάσκαλο πού φώναζε έναν μαθητή του «γάϊδαρο» κι’ είπε κρυφά – κρυφά μοναχός του: «Ανθρώποι δα, τι περιμένεις από ένα δίποδο…». Είναι απλός πέρα ως πέρα, κι’ όμως ο ,τι όνομα επίσημο του πάει. Πες τον, Ναβουχοδονόσορα, Ταμερλάνο, του ταιριάζει. Στη χώρα κατεβαίνει με το ίδιο ύφος, σοβαρότατος. Για τον πολιτισμό ενδιαφέρεται σαν αρχαιολόγος ή σαν τουρίστας. Επισημαίνει τα χαλάσματα με αρχαιολογική αξία κι΄εκεί διανυκτερεύει. Αν τραβήξει για την πλατεία και πετύχει εκεί κάποιο ρήτορα, στέκεται απέναντι και τον ακούει, ώσπου να ενθουσιασθή, οπότε αρχίζει τον αμανέ του, όχι από αντίπραξη αλλά, θαρρείς, από έξαρση.

Είναι παληκάρι. Βοήθησε αποτελεσματικά την πατρίδα του αφεντικού του στους εθνικούς αγώνες της, ιδίως στην Πίνδο, μπήκε στην πρώτη γραμμή. Κι’ όταν τα στρατεύματά μας πέρασαν νικηφόρα, γύρεψε για ανταμοιβή του μονάχα ένα λάφυρο, μια σημαία κουρελιασμένη του εχθρού και τη μάσησε. Η γάτα των σαλονιών, μπαίνοντας μια μέρα στο σταύλο του, τον είπε ακάθαρτο, χωριάτη. Δεν έδωκε καμμιά σημασία κι΄ εξακολούθησε να στέκει κοιτώντας μπροστά του. Όταν όμως εξέφρασε την απορία της, «πως τον καβαλλικεύουν οι καθώς πρέπει άνθρωποι», γύρισε το κεφάλι του ήρεμα και της είπε με την πιο μεγάλη ταπεινότητα.

« Ο πρόγονός μου πήρε κάποτε τοΧριστόστα Ιεροσύλημα,» κι’ ύστεραστάθηκεπολλή ώρα συλλογισμένος…

“Ναι” μουρμούρισε σε λίγο. Είμαι το μόνο ζώο που ένας πρόγονος του σήκωσε τον Θεό στην πλάτη του.

ΥΓ. Υπήρχε στο αναγνωστικό της Ε΄ δημοτικού και το υπουργείο απαιδείας το αφαίρεσε.



Φώτης Βαρέλης 

Δεν υπάρχουν σχόλια: