ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣ.ΛΙΝΑΡΔΟΣ:Η οδύσσεια ενός Τζεφερεμιναίου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας

Μια αληθινή ιστορία
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣ.ΛΙΝΑΡΔΟΣ

Βρισκόμαστε στο Τζεφερεμίνι λίγα μόλις χρόνια πριν την μεγάλη ώρα του Εθνικού Ξεσηκωμού.Στον μοναδικό καφενέ, λιγοστοί ρωμιοί, οι πιο πολλοί γέροντες,με τις παλιωμένες φουστανέλες τους , σιγοκουβεντιάζουν κάτω από την μύτη των σερασκέρηδων για τα περασμένα μεγαλεία του Ελληνισμού. Κυρίως όμως λένε για την ελπίδα της ανάστασης του Γένους, για τα μελλούμενα και για τις φήμες από την κίνηση των Φιλικών.Η αποτυχημένη επανάσταση του Ορλώφ είχε τραγικές συνέπειες και για το Τζεφερεμίνι.Οι ορδές των Τουρκαλβανών, για εκδίκηση,άνοιξαν μεγάλης πληγές στους δύστυχους προγόνους μας. Τα αποκαΐδια του Αϊ-Βλάση – Μητροπολιτικού κέντρου της περιοχής –έμειναν ως τις ημέρες μας για να θυμίζουν τα θλιβερά εκείνα γεγονότα. Δυτικά του χωριού το κοιμητήρι με το εκκλησάκι του Αϊ-Νικόλα, παραπάνω η παλιά εκκλησία της Αγίας Τριάδας όπου παλιότε-ρα,λένε,πως είχε υπάρξει ενετικό νεκροταφείο, Βορειοανατολικά ο Αϊ-Δημήτρης με τα λιγοστά κελιά τριγύρω, μετόχι της Ιεράς Μονής Αιμυαλών Γορτυνίας. Από καιρού σε καιρό μερικοί μοναχοί κατέβαιναν εδώ στα πεδινά με τα μουλάρια τους για να πάρουν κάτι από τα εισοδήματα, κυρίως λάδι.
Το Μπιζάνι και η γειτονιά του Αϊ-Δημήτρη από τα χρόνια ακόμα τα Βυζαντινά ήταν η καρδιά του χωριού.Στις ζεστές ρούγες τους αναγεννιόταν και θέριευε η αδούλωτη ελληνική ψυχή.
Ήταν ένα ανοιξιάτικο δειλινό του 1818. Οι Τζεφερεμιναίοι με τα ζώα και τα κάρα τους φορτωμένα επέστρεφαν στα κονάκια τους. Οι δρόμοι γεμάτοι από ζωή. Ανθρώπινες φωνές, βελάσματα, μουγκρητά και χλιμιντρίσματα έδιναν τον τόνο εκείνης της βουκολικής εικόνας.
Ο αχός του κάμπου πνιχτός, από το μόχθο της ημέρας, ξεθύμενε με τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου πίσω από του βουνό του Βουλκάνου.Ο Γιάννης Λινάρδος το δεκαπεντά-χρονο παιδί του Βασίλη Λινάρδου, του μετέπειτα Δήμαρχου Δερρών με έδρα τη Βαλύρα,με την καινούργια φουστανέλα του, καβαλά πάνω στο κατάλευκο λεβέντικο άλογό του,που όμοιό του δεν υπήρχε στην περιοχή, ξεκινούσε εκείνη την ώρα από το σπίτι του (σήμερα ιδιοκτησίας Κων/νου Φεφοπούλου) στο Μπιζάνι,για μια βόλτα στα χτήματα.
Διέσχισε γοργά τις ρούγες του χωριού, βγήκε στη δημοσιά και μετά τη στροφή πίσω από
το τρίπατο σπίτι Πουλόπουλου ξεχύθηκε σαν σίφουνας στον κάμπο με την ξέφρενη ανε-
μελιά της νιότης. Τα πουλιά στο πέρασμά του τρόμαζαν και πετούσαν ανήσυχα, ενώ σύν-
νεφα σκόνης πρόδιναν από μακριά την πορεία του νεαρού καβαλάρη.Ο Αγάς της Σκάλας κάθονταν στον οντά του αναπαυτικά, ρουφώντας τον ναργιλέ του και πίνοντας ρακή. Κάπου-κάπου έπαιρνε το κυάλι του και αγνάντευε κάτω μακριά τον κάμπο, το τσιφλίκι
του, που, με τον ιδρώτα και το αίμα των δύστυχων Ρωμιών,έκανε τον βάρβαρο εκείνο Ανατολίτη να ζει έναν επίγειο παράδεισο. Τι ωραίο που έκανε τον κόσμο ο Αλλάχ, συλ-
λογιζόταν:έκανε τα χανουμάκια, την ρακή, τον ναργιλέ, έκανε τους ραγιάδες και για
δαύτους έκανε ακόμα τον βούρδουλα, τις κρεμάλες και τα παλούκια (σημ: η Παλουκόρ-
ραχη στην Σκάλα ήταν τόπος μαρτυρίου για τους σκλαβωμένους Έλληνες) κι,ενώ σκέφ-
τονταν αυτά και χάιδευε τη μακριά γενειάδα του, παίρνει πάλι το κυάλι και κοιτάζει
προς τον κάμπο.Τότε βλέπει τον νεαρό Τζεφερεμιναίο καβαλάρη και ζηλεύει το αγέρωχο εκείνο άτι του. Σχεδόν ταυτόχρονα δίνει διαταγή στον Σεΐζη, που στέκονταν δίπλα του
με τα χέρια σταυρωμένα, να γίνει αητός και να του φέρει αμέσως εκείνο το περίφημο άλο-
γο. Πράγματι, σε λίγη ώρα ο σκληροτράχηλος Σεΐζης έφιππος, πλησίαζε επικίνδυνα τον Γιάννη. Εκείνος ανήσυχος σπιρουνίζει το άλογό του και προσπαθεί να ξεφύγει. Αρχίζει τότε ένα ανελέητο κυνηγητό σε έναν κάμπο, που, για τον μικρό Ρωμιό, φαινόταν ατελείωτος.Σε κάποια στιγμή βλέπει απέναντί του ένα χαντάκι. Το περνάει – δεν το περνάει. Αστραπιαία σκέφτεται τις επιδόσεις του αλόγου του κι ελπίζει. Θεέ μου, να το περάσω και γλίτωσα, φωνάζει με την ψυχή στα δόντια. Το άλογο του Τούρκου δεν έδειχνε να ’χει τέτοια ικανότητα. Σπιρουνίζει ξανά και ξανά και με μιας δίνει το άλμα προς τη σωτηρία, όμως ω!!! τι ατυχία. Στο δυνατό τράνταγμα, από το σάλτο του αλόγου, ο νεαρός καβαλάρης βρίσκεται στο έδαφος σφαδάζοντας από τους πόνους και φωνάζοντας ταυτόχρονα «το πόδι μου, το πόδι μου».
Ο Σεΐζης τότε με μιας βρίσκεται κοντά του σαρκάζοντας και βλαστημώντας.Προς στιγμήν φέρνει το χέρι στη λαβή του χατζαριού του, αλλά μετανιώνει. Φορτώνει το Ελληνόπουλο πάνω στο άσπρο άλογο και αυτός καβάλα πάνω στο δικό του και ξεκινούν για το κονάκι του Αγά στη Σκάλα.
Σαν κεραυνός έπεσε το θλιβερό μαντάτο στην μικρή κοινωνία των Τζεφερεμιναίων.Θρήνος, θλίψη και οδυρμός στο σπίτι του Βασίλη Λινάρδου,η αγωνία ράγιζε καρδιές.Όμως,παρά τα πεσκέσια και τις ικεσίες του τραγικού πατέρα προς τον Αγά, αποτέλεσμα δεν ήρθε.Από το μπουντρούμι των Τούρκων ο Γιάννης Λινάρδος χάθηκε. Μα ούτε και νεκρός βρέθηκε ποτέ. Ωστόσο οι δικοί του,όσο μάλιστα περνούσε ο καιρός,κύλαγαν οι ημέρες,οι μήνες,τα χρόνια
και έχασαν τις ελπίδες,άρχισαν τα μνημόσυνα,όπως άλλωστε συνηθίζουν να κάνουν οι χριστιανοί στους νεκρούς τους.Αλήθεια,τι απέγινε όμως το κεντρικό πρόσωπο αυτής της αληθινής ιστορίας, ο Γιάννης Λινάρδος;Ο Αγάς, σαν τον είδε, δεν θέλησε να τον χαλάσει,μα ούτε και διάθεση είχε να τον δώσει πίσω στους δικούς του.Τον κράτησε για λίγο στα άδυτα του κονακιού του και μετά από σύντομο χρονικό διάστημα τον έστειλε κρυφά στην Κωνστα-ντινούπολη. Το πόδι του όμως δεν έγινε ποτέ τελείως καλά και έτσι έμεινε κουτσός.Στην Πόλη, οι Τούρκοι τον έκαναν ιπποκόμο στους στάβλους του Σουλτάνου.Η ζωή του έγινε εφιαλτική, ήταν ένας καταφρονεμένος σκλάβος. Σε λίγο στην Πελοπόννησο κηρύχθηκε η επανάσταση του 1821.Έτσι, τα πράγματα για τους Έλληνες της Πόλης έγιναν ακόμα πιο δύσκολα.
Τα χρόνια κυλούσαν, ο Γιάννης νοσταλγούσε τους δικούς του που δεν ήξερε τι γνώριζαν γι’ αυτόν, που δεν ήξερε εάν ζούσαν. Θυμόταν και επιθυμούσε πολύ τους συγγενείς, τους φίλους, το χωριό του, το όμορφο Τζεφερεμίνι.Μάθαινε πως τώρα ήταν ελεύθερο, αυτός όμως ήταν σκλάβος, τι τραγική ειρωνία!!! Πόσο θα ήθελε να ήταν εκεί, να πέσει και να φιλήσει τα χώματα που γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Κάθε σκέψη να φύγει, να δραπετεύσει, την έβλεπε μάταιη. Πώς; Με τι τρόπο;
Αυτός ένας σακάτης, ένας ρακένδυτος που τώρα βρισκόταν τόσο μακριά;Μ’ αυτές τις
σκέψεις έπεφτε τις νύχτες να κοιμηθεί στο αχυρένιο κρεβάτι του και τα μάτια του βούρκωναν. Tις ελπίδες του πλέον μόνον στο Θεό τις είχε αποθέσει και γι’ αυτό
προσευχόταν θερμά.
Θα ’χαν περάσει δεκατρία και πλέον χρόνια. Μια μέρα στους στάβλους τον πλησιάζει ο Αλή
ο Τουρκο-Αιγύπτιος, ένας από τους πολλούς υπηρέτες που εργάζονταν εκεί, ο οποίος,επειδή ήταν πολύ μελαχρινός, τον φώναζαν πειραχτικά αράπη. Με τον Αλή ο Γιάννης μίλαγε συχνά και υπήρχε μεταξύ τους μια σχέση φιλίας. Ο Αλή γνώριζε την θλιβερή του ιστορία και τον συμπονούσε αφάνταστα. Τον ρωτάει λοιπόν: Γιάννη, θέλεις να φύγεις από εδώ;Ο Γιάννης γυρίζει και τον κοιτάζει ξαφνιασμένος, αμέσως το μυαλό του πάει στην μπαμπεσιά, υποψιά-ζεται μήπως ο Αλή είναι βαλτός και τον έχουν βάλει να τον ψαρέψει για τις διαθέσεις του. Όχι Αλή, του απαντά, που να πάω, καλά είμαι εδώ. Έλα βρε, του λέει αυτός να το σκάσουμε μαζί, εγώ θα σε πάω στους δικούς σου κάτω στον Μοριά.Σε βλέπω που υποφέρεις και ραγίζει
η καρδιά μου. Με τα πολλά πέσε-πέσε, ο Αλή κατάφερε να πείσει τον Γιάννη, ότι πραγματικά το πίστευε αυτό που του πρότεινε.Έτσι, όταν κάποια στιγμή δόθηκε η ευκαιρία, το ’σκασαν παίρνοντας μαζί τους και εφεδρικά άλογα.Η καρδιά του Γιάννη χτυπούσε δυνατά.
Το όνειρό του να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά,του
ήταν όμως ακόμα δύσκολο να το πιστέψει.Κάλπαζαν με τον Αλή μόνο τις νύχτες, για να μη γίνονται αντιληπτοί και για περισσότερο από ενάμιση μήνα, πέρασαν από πολλές κακοτοπιές, μέσα από δύσβατα μέρη και είχε αρχίσει να μπαίνει ο χειμώνας. Οι κίνδυνοι ήταν πολλοί,τα εφόδια λίγα, τα ρούχα ελάχιστα. Όμως το όραμα της επιστροφής ήταν εκείνο που έδινε δύναμη και κουράγιο για να ξεπερνιέται κάθε δυσκολία.
Έτσι, μετά από ένα κοπιαστικό ταξίδι, μετά από μια πραγματική Οδύσσεια, σαν άλλος Οδυσσέας, ένα χειμωνιάτικο βροχερό βράδυ ο Γιάννης Λινάρδος, παρέα με τον Αλή,χτυπούσε με αναφιλητά την πόρτα του πατρικού του σπιτιού.Με τι λόγια άραγε μπορεί να περιγραφεί εκείνη η στιγμή. Ο ξεγραμμένος γιος του κυρ-Βασίλη Λινάρδου, ζούσε και νάτος τώρα εκεί να ’χει γίνει ένα κουβάρι με την μαυροντυμένη μάνα του και τον χαροκαμένο πατέρα του.Η επιστροφή του χαμένου παιδιού ήταν Ανάσταση εκ νεκρών. Όμως η καρδιά της μάνας του δεν άντεξε τη συγκίνηση και σε λίγο σωριάστηκε στο έδαφος νεκρή!!! Το νέο διαδόθηκε απ’ άκρη σε άκρη και όλο το χωριό που σηκώθηκε στο πόδι εκείνη τη νύχτα της παράξενης τούτης χαρμολύπης.Ο Αλή έμεινε μόνο εκείνο το βράδυ στο λιναρδέικο σπίτι για να ξεκουραστεί.Την επόμενη μέρα,παρά τις παρακλήσεις του πατέρα και του ιδίου του Γιάννη,κίνησε να φύγει παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν δέχτηκε να πάρει τις χρυσές λίρες που του πρόσφεραν σαν δώρο.Πήρε μόνο όσα εφόδια του ήταν απαραίτητα για να γυρίσει πίσω στην Πόλη.Το τέλος όμως του φιλεύσπλαχνου και φιλάνθρωπου εκείνου αράπη ήταν φριχτό!!!Λήσταρχοι της περιοχής που υπέθεσαν ότι ο γερο-Λινάρδος θα του έδινε χρυσές λίρες, του έστησαν παγίδα στο δρόμο από το Τζεφερεμίνι προς την Σκάλα,στην θέση Δερβενάκι, και τον δολοφόνησαν για να τον ληστέψουν.Ο Γιάννης Λινάρδος ή ο Γιάννης ο κουτσός, όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλούσαν έκτοτε, μετά από λίγο παντρεύτηκε και απέκτησε τρεις γιους. Τον Δημήτρη με σημερινούς απογόνους τις οικογένειες Σωκράτη Πατρόκλου και Κωνσταντίνου Λινάρδου,τον Θεόδωρο με σημερινούς απογόνους τις οικογένειες Ερρίκου και Θεοδώρου Λινάρδου και τον Βασίλη που είχε παιδιά την Ελένη σύζυγο Γεωργίου – Αναγνώστη Ξυδοπούλου,την Λευκή πρώτη σύζυγο Ξενοφώντα Καρτερολιώτη,την Αντιγόνη, τον Γιάννη και τον Σταύρο και που κανένας δεν βρίσκεται
πλέον στη ζωή.Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι ο κυρ-Βασίλης Λινάρδος πατέρας του Γιάννη του κουτσού υπήρξε Δήμαρχος Δερρών (1839-40) με έδρα την Βαλύρα.Κατά το
έτος δε 1843 κατηγορήθηκε για αντιβασιλική στάση κατά του Όθωνα και οδηγήθηκε για
το λόγο αυτό στο Στρατοδικείο της Τρίπολης.Όμως εκεί είχε την υποστήριξη του Βαυαρού Φέδερ,αυλικού του Όθωνα, και τελικά αθωώθηκε.Παλαιότερα κατά το έτος 1829,όταν το Τζεφερεμίνι υπάγονταν στην επαρχία Μικρομάνης και Εμπλακίων,ο Βασίλης Λινάρδος είχε υπογράψει,μαζί με άλλους κατοίκους της Βαλύρας και της επαρχίας,ψήφισμα με το οποίο ανακήρυξαν τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας,«γνήσιο πολίτη».
Την ιστορία αυτή σας την μετέφερα έτσι όπως την άκουσα, παιδί ακόμα, από τον παππού μου, Γιάννη Θ. Λινάρδο,όπως κι εκείνος την είχε ακούσει από τον πατέρα του Θεοδωράκη και αυτός με την σειρά του από τον ίδιο τον παθόντα.
ΙΕΛ