Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

Ιστορικές μνήμες:Ο διπλωμάτης και γιατρός Ιωάννης Λινάρδος-Παπαρρηγόπουλος (1780-1874)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ-ΛΙΝΑΡΔΟΣ
Το πραγματικό του επώνυμο 
ήταν Λινάρδος. Υιοθετήθηκε όμως από πλούσια οικογένεια η οποία του έδωσε και το επώνυμό της.
Παραχώρησε στην ελληνική κυβέρνηση ολόκληρη την ιδιοκτησίας του έκταση, προκειμένου να φτιαχτεί ο Εθνικός – τότε Βασιλικός – Κήπος της νεοσύστατης πρωτεύουσας.

Για τον Ιωάννη Λινάρδο-Παπαρρηγόπουλο δεν έχουν γραφτεί πολλά, όχι τόσα όσα ίσως αρμόζουν σε έναν ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ισάξιο σε γενναιότητα, ευστροφία και πίστη στα υψηλά ιδανικά της ελευθερίας και εθνικής ανεξαρτησίας με ονόματα που όλοι λίγο ως πολύ γνωρίζουμε από τα σχολικά μας χρόνια. Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Δημήτριος Υψηλάντης, Ιωάννης Καποδίστριας, Φιλικοί… Ονόματα γνωστά από τα βιβλία της ιστορίας του δημοτικού, του γυμνασίου, του λυκείου, από τους λόγους που εκφωνούνται στις παρελάσεις και τις εθνικές επετείους. Τους ήξερε όλους και τον ήξεραν κι εκείνοι. Γνώριζαν την εντιμότητα, το ήθος και την καλοσύνη του. Ήξεραν ότι μπορούσαν να τον εμπιστευτούν απόλυτα με τη ζωή τους και δημιουργούσαν στενούς δεσμούς φιλίας μαζί του που κρατούσαν εφ’ όρου ζωής.

Δεσμοί φιλίας, ωστόσο, συνέδεαν τον Δαμαριωνίτη φιλικό και διπλωμάτη όχι μόνο με τους ομοεθνείς του Έλληνες, αλλά με όλους όσους είχαν την τύχη και την τιμή να τον γνωρίσουν, Δυτικοί, Ρώσοι και Οθωμανοί, όλοι εκ των οποίων ανεξαιρέτως είχαν να πουν τα καλύτερα για κείνον.

Το γεγονός ότι ο Παπαρρηγόπουλος είχε το χάρισμα να κερδίζει την εκτίμηση των συνανθρώπων του διαφαίνεται πολύ έντονα μέσα από τις λιγοστές, ομολογουμένως, πηγές που έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας. Η σχετικά περιορισμένη φιλολογία, αν εξαιρέσει κανείς την ατυχή απώλεια σημαντικού μέρους της αλληλογραφίας του κατά την μεταφορά της από το νησί της Νάξου στην πρωτεύουσα με εντολή των απογόνων του, οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους, δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστράφηκε ολόκληρη η ζωή και το έργο του σε καιρό πολέμου και σε καιρό ειρήνης:
α) τη φύση του επαγγέλματός του και
β) τη φύση του χαρακτήρα του.
Παρά τις λιγοστές πηγές, ωστόσο, όλες όσες υπάρχουν που να γίνεται αναφορά στο όνομά του σκιαγραφούν, όχι μόνο το ποιόν του χαρακτήρα του, αλλά τη σημασία του έργου του στην τελική έκβαση του αγώνα των Ελλήνων για την πολυπόθητη λευτεριά.

Αυτόν τον αγώνα έκανε στόχο ζωής ο Δαμαριωνίτης ήρωας από τα πιο άγουρα χρόνια της ζωής του πρώτα και την εδραίωση της εθνικής ανεξαρτησίας ως τα βαθιά του γεράματα στη συνέχεια. Οι επιλογές ζωής του είχαν όλες τους αφετηρία αυτή τη σπίθα, το όραμα να δει την πολύπαθη πατρίδα του ελεύθερη.

        Όμως, πώς θα μπορούσε ένα φτωχό παιδί από μια πολύτεκνη οικογένεια του χωριού που μετά βίας έβγαζε τα στοιχειώδη για να ζήσει, να βρει την χαραμάδα εκείνη που θα τον βοηθούσε να ανοίξει τα φτερά του και να υπερβεί τα προβλήματα και το τέλμα που είχε οδηγήσει τον τόπο η υποδούλωση στους Οθωμανούς επί τέσσερις ολόκληρους αιώνες; Πώς ένα μικρό αγόρι, ένας έφηβος θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά;

        Ερωτήματα καίρια που βασάνιζαν το μυαλό του μικρού «Τζωάννη» - όπως θα γινόταν γνωστός αργότερα- νύχτα μέρα, ώσπου η απάντηση ήρθε σαν θείο δώρο από ένα άτομο του πολύ προσωπικού του περιβάλλοντος με τον οποίο και διατήρησε αλληλογραφία για μεγάλο χρονικό διάστημα αφότου έφυγε από το νησί, τον Εμμανουήλ Κρητικοπούλη, που ήταν λόγιος, ιερέας και συγγενής της μητέρας του. Μια απάντηση που όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα παραμένει πάντοτε η ίδια:
        Ο δρόμος του πεπρωμένου του έπρεπε να περάσει μέσα από τη μόρφωση.

        Βέβαια, το να μιλάμε για μόρφωση, ανώτατες σπουδές κτλ. εν μέσω Τουρκοκρατίας δεν ήταν κάτι το αυτονόητο, όπως θεωρητικά συμβαίνει σήμερα. Τότε, τίποτα δεν θεωρείτο αυτονόητο και τίποτα δεδομένο.
Το μικρό νησιωτόπουλο όμως είχε ήδη πάρει την απόφασή του. Έτσι, δοθείσης της ευκαιρίας, μια πρόσκληση από συγγενείς του πατέρα του να τον φιλοξενήσουν όσο εκείνο θα σπούδαζε, άφησε το νησί του και, με τις ευλογίες της οικογένειάς του, βρέθηκε προσφυγόπουλο στην πολιτεία που φύλαγε τα κλειδιά του μέλλοντός του, την Κωνσταντινούπολη.

        Για το πότε ακριβώς και υπό ποιες συνθήκες το ζεύγος Παπαρρηγόπουλου, ένα άτεκνο μεσοαστικό ζευγάρι μπήκε στη ζωή του νεαρού Ιωάννη, παραμένουν αδιευκρίνιστα. Αναπάντητα παραμένουν και άλλα ερωτήματα, όπως εάν υπάρχει συγγένεια μεταξύ της νέας του οικογένειας και του διακεκριμένου ιστορικού και καθηγητή Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, ένα όνομα που υπάρχει σε όλα τα βιβλία ιστορίας και διδάσκεται σε όλες τις φιλολογικές σχολές του κόσμου, αφού είναι το πρόσωπο εκείνο που ενέταξε την Βυζαντινή ιστορία στην ιστορία της Ελλάδας αποκαθιστώντας την γέφυρα που έλειπε, έτσι ώστε να γίνει η σύνδεση των Ελλήνων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με το ένδοξο αρχαίο παρελθόν τους.
        Αυτό που γνωρίζουμε πάντως, είναι ότι μέσα σε λίγο διάστημα συνδέθηκαν με τον νεαρό Ιωάννη με δυνατούς συναισθηματικούς δεσμούς που επισφραγίστηκαν με την νόμιμη ένταξή του στην οικογένειά τους, υπό το καθεστώς της υιοθεσίας.
        Η οικογένεια Παπαρρηγόπουλου, πέρα από το όνομά της, έδωσε στο μικρό Δαμαριωνιτόπουλο όλη την υποστήριξη (οικογενειακή, συναισθηματική, ηθική και οικονομική) να ανοίξει τα φτερά του και να κυνηγήσει το πεπρωμένο του. Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος φοίτησε στα καλύτερα σχολεία της Κωνσταντινούπολης, συνεχίζοντας κατόπιν τις σπουδές του σε διαπρεπή πανεπιστήμια της Ιταλίας και της Οδησσού.
        Οι σπουδές του ολοκληρώθηκαν στη Μόσχα της Ρωσίας.
Εκεί άνοιξαν καινούργιοι δρόμοι που του εξασφάλισαν σημαντικές γνωριμίες και διασυνδέσεις με την αριστοκρατία της ρωσικής κοινωνίας.
       
        Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε άριστος γνώστης της ρωσικής γλώσσας. Η φαρέτρα γέμιζε σταθερά και δυναμικά.
Ο χαρακτήρας χτιζόταν και το όραμα θέριευε, περιμένοντας εκείνη τη στιγμή που η δική του ετοιμότητα θα συναντιόταν με την χρυσή στιγμή όπου θα έμπαινε σε τροχιά δράσης.

        Όταν η πολυπόθητη ευκαιρία ήρθε, ο Παπαρρηγόπουλος βρισκόταν σε ηλικία 27 χρονών. Η ευρυμάθειά του στις ξένες γλώσσες, οι ακαδημαϊκές σπουδές και το περιβάλλον στο οποίο βρισκόταν πλέον, στάθηκαν αρκετά ώστε να διοριστεί διερμηνέας του ρωσικού Αυτοκρατορικού στόλου στο Αιγαίο.
Χάρη στη θέση του αυτή γνώρισε από κοντά προσωπικότητες που θα πρωταγωνιστούσαν πολύ σύντομα στις ιστορικές εξελίξεις που ελόχευαν. 
Για τον ίδιο ήταν η αρχή μιας λαμπρής επαγγελματικής πορείας που θα του χάριζε διακρίσεις και παράσημα τιμής και ανδρείας. Παράλληλα όμως, ήταν η αρχή για κάτι πολύ μεγαλύτερο από  αυτό, που δεν ήταν άλλο από την έμπρακτη συνεισφορά του στον Αγώνα.
Δύο παράλληλες πορείες, η μία γνωστή στους πάντες, η δεύτερη υπόγεια, σιωπηλή και αθέατη, σαν ένα υπόγειο ποτάμι που ρέει σταθερά αδιάκοπα κάτω από την επιφάνεια του επίγειου γίγνεσθαι, ορίζοντας τα όσα συμβαίνουν εκεί επάνω, στο φως του ήλιου, χωρίς κανείς να το καταλαβαίνει, παρά μόνο όταν είναι πλέον πολύ αργά.

        Αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση της ιδιοφυούς ενορχήστρωσης της σχέσης του με τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων.
Η επαγγελματική του ιδιότητα τον έφερνε συχνά πυκνά σε επαφή μαζί του, αλλά και όταν κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε, προφασιζόταν λόγους προκειμένου να συμβεί. Χρειαζόταν την προσωπική επαφή με τον Αλή Πασά γιατί ήξερε πως η παρουσία του στην περιοχή ήταν επιζήμια για τον Ελληνισμό, και ως εκ τούτου, έπρεπε να βρει τρόπο ή να τον φέρει με το μέρος των υπόδουλων Ελλήνων ή να τον στρέψει εναντίον του Σουλτάνου.

        Επέλεξε το δεύτερο. Για να φέρει σε πέρας το σχέδιό του έπρεπε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του, κάτι όχι ιδιαίτερα δύσκολο για κάποιον με την ήπια και ευγενική προσωπικότητα του Παπαρρηγόπουλου. Το γεγονός ότι στο πρόσωπό του ο Αλή Πασάς είδε τον διαμεσολαβητή που χρειαζόταν με τους Ρώσους προκειμένου να εξασφαλίσει την εύνοια του Τσάρου για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους υπό την ηγεσία του, ήταν ένας ευσεβής πόθος που γύρισε τελικά προς όφελος της ελληνικής πλευράς χάρη στον Έλληνα διπλωμάτη, παρόλο που τη δεδομένη στιγμή ο Αλή Πασάς δεν ήταν σε θέση να το αντιληφθεί.
Δεν έβλεπε πως ο νέος του έμπιστος και στενός φίλος στον οποίο άνοιγε την καρδιά του, εκείνος που πάντα του έλεγε αυτό που ήθελε να ακούσει, τον καθησύχαζε κάθε που αμφισβητούσε τη διάθεση των Ρώσων να τον βοηθήσουν, είχε την δική του προσωπική ατζέντα.

Γιατί, αν υπήρξε κάτι που χαρακτήριζε τον Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο ήταν η μεθοδικότητά του. Μεθοδικά και υπομονετικά, με μικρές κινήσεις, φαινομενικά αθώες, ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος προετοίμαζε το έδαφος για την τελική ρήξη του Αλή Πασά με την Υψηλή Πύλη.
Η υπομονή βρήκε τελικά έναν αναπάντεχο σύμμαχο στο πρόσωπο του ίδιου του εχθρού, του Σουλτάνου, ο οποίος, μαθαίνοντας για τις οικονομικές ατασθαλίες, καθώς και τις διαθέσεις του Αλή Πασά να αποσκιρτήσει από την επιρροή της Υψηλής Πύλης, αποφασίζει να λάβει μέτρα για την απομάκρυνσή του από τη θέση του, κάτι που πανικοβάλει τον Αλή Πασά όταν το μαθαίνει. Καλεί απεγνωσμένα τον Παπαρρηγόπουλο, χρειάζεται τον φίλο του να τον συμβουλεύσει για το τι πρέπει να κάνει.

Δεν γνωρίζει όμως ότι ο φίλος του είναι ήδη μέλος μιας Εταιρείας που οι φήμες την θέλουν να δρα επαναστατικά, συσπειρώνοντας τους υπόδουλους Έλληνες εναντίον των Οθωμανών κατακτητών. Ούτε και γνωρίζει πως όταν ο φίλος αυτός του τάζει σίγουρη βοήθεια από τους Ρώσους και υποστήριξη από τον Καποδίστρια αν τα έβαζε με τον Σουλτάνο, ο ίδιος διαβλέπει μια χρυσή ευκαιρία να τον βγάλει από τη μέση προτού αρχίσει η Επανάσταση.

Ο Αλή Πασάς τον πίστεψε. Πίστεψε στην βοήθεια της Ρωσίας και στην υποστήριξη των Ελλήνων, αποστάτησε εναντίον του Σουλτάνου απασχολώντας πολλά τούρκικα στρατεύματα και δίνοντας, χωρίς να το καταλάβει, την ευκαιρία στους Έλληνες να ξεκινήσουν μια πρώτη σειρά από νίκες σε μεμονωμένο επίπεδο.
Το ξέσπασμα της Επανάστασης ήταν πολύ κοντά, ακόμη και τότε όμως, ο Αλή Πασάς, ο τουρκαλβανός αρχιληστής με την Ελληνίδα μάνα, την Ελληνίδα γυναίκα, την Ελληνίδα νύφη, και, φυσικά τους Έλληνες φίλους, όπως ο Παπαρρηγόπουλος ήταν πεπεισμένος ότι όλα έβαιναν προς δικό του όφελος, κυρίως χάρη στον τελευταίο, ο οποίος τον διαβεβαίωνε με πειθώ πως η ρωσική βοήθεια ήταν καθ’ οδόν και άρα μπορούσε να συνεχίσει την αντίσταση κατά του Σουλτάνου με ασφάλεια. 
Για κείνον όμως το τέλος ήταν ήδη προδιαγεγραμμένο. Κλεισμένος μέσα στο φρούριό του, προδομένος από φίλους και γνωστούς, με τα ίδια του τα παιδιά να έχουν αποσκιρτήσει, βρίσκει τον θάνατο λίγο αφότου ξεσπά η Επανάσταση. Εκεί καταλαβαίνει τους πραγματικούς σκοπούς του Έλληνα φίλου του και ομολογεί: «Ανάθεμά σε Παπαρρηγόπουλε, με ηπάτησας.»

Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, που πλέον υπηρετούσε με αυταπάρνηση τον ιερό σκοπό της Φιλικής Εταιρείας, φεύγει αμέσως για την Πετρούπολη, όπου συναντά τον Ιωάννη Καποδίστρια. Οι ζυμώσεις έχουν φτάσει στο αποκορύφωμα και οι στιγμές είναι κρίσιμες. Στο πολεμικό συμβούλιο που συστήνεται και, χάρη στις εκεί παρεμβάσεις του, δρομολογούνται τελικά οι εξελίξεις που όλοι γνωρίζουμε, ακριβώς στην ώρα και στον τόπο που έπρεπε προκειμένου να πετύχουν.

Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, ο Παπαρρηγόπουλος μετατείθεται από την Πάτρα στη Σμύρνη. Εκεί, σαν από μηχανής θεός, μπόρεσε να επέμβει δραστικά στη διάσωση 400 ατόμων, στην πλειψηφία τους γυναικόπαιδα, τα οποία, ως ραγιάδες, ήταν τα επόμενα θύματα των εξαγριωμένων Οθωμανών που είχαν ήδη αρχίσει να απαντούν στο άκουσμα της Επανάστασης με βιαιοπραγίες και σκοτωμούς. Έσωσε τις ζωές τους, και κατόπιν  έσωσε άλλους 700 Έλληνες στη Σμύρνη με ρίσκο της δικής του ζωής, αλλά και της οικογένειάς του, αφού πίσω στην Πάτρα οι Οθωμανοί έκαψαν το σπίτι του και από θαύμα σώθηκαν οι δικοί του που διέφυγαν με πλοίο στη Βενετία την τελευταία στιγμή.
Λιγοψύχησε; Κάθε άλλο. Τους ακολούθησε στη Βενετία για να σιγουρευτεί για την ασφάλειά τους και, χάρη στην παρουσία του εκεί, φάνηκε για άλλη μια φορά χρήσιμος στον Αγώνα. Όταν ο πάπας εμπόδισε την ελληνική επιτροπή να φτάσει στη Βερόνα, την πόλη όπου θα διεξάγονταν η σύνοδος των ηγεμόνων της Ευρώπης, παρέλαβε τα έγγραφα και, λαμβάνοντας οδηγίες από τον Καποδίστρια, εκπροσώπησε ο ίδιος την ελληνική πλευρά και κατάφερε να θέσει Και το ελληνικό ζήτημα στην θεματική ατζέντα της Συνόδου.

Το διπλωματικό του έργο τον φέρνει πίσω στην Ελλάδα σε μια σελίδα στο βιβλίο της ιστορίας όπου θα καθοριζόταν η ίδια η έκβαση του Αγώνα, την τελική αναμέτρηση Ελλήνων και Τούρκων στον κόλπο του Ναυαρίνου.  Ήταν το διάστημα που ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος υπηρετούσε ως διερμηνέας στη ναυαρχίδα Αζόφ της ρωσικής μοίρας και γνώριζε από πρώτο χέρι τις αδιάφορες διαθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στο ελληνικό ζήτημα, το οποίο δεν συμβάδιζε με τα δικά τους συμφέροντα. Για εκείνες, μια σύρραξη μεταξύ Ελλήνων και Τουρκοαιγυπτίων σε αυτή τη φάση δεν ήταν προς το συμφέρον και, προφασιζόμενοι την Συνθήκη του Λονδίνου που επέβαλε ειρηνικά μέσα για την επίλυση των διαφορών, οι 3 ναύαρχοι προχωρούσαν διαδικασίες για ανακωχή.
Αυτό βέβαια θα ήταν ολέθριο για την ελληνική πλευρά, που έβλεπε το όραμα για ανεξαρτησία να εξανεμίζεται, με τον Ιμπραήμ να έχει ήδη δώσει διαταγή στους Αιγυπτίους να κάψουν και να καταστρέψουν τα πάντα στο πέρασμά τους, απειλώντας με γενοκτονία (και όχι εθνοκάθαρση, όπως έχει γίνει μόδα να λέγεται στις μέρες μας) ολόκληρη την Πελοπόννησο. Ο Παπαρρηγόπουλος έβλεπε μπροστά στα μάτια του να γράφεται για την Ελλάδα το πιο ζοφερό σενάριο, ο ολικός αφανισμός της. Ένα σενάριο που θα έπαιρνε σάρκα και οστά με το που συναντιούνταν οι εκπρόσωποι των συμμαχικών δυνάμεων με τον Ιμπραήμ, κάτι που τελικά απετεύχθη χάρη στις άμεσες διπλωματικές ενέργειες του Τζοάννη.

Στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, ο Παπαρρηγόπουλος πολέμησε με ανδρεία, σώζοντας ταυτόχρονα από καιόμενη τουρκική φρεγάτα 22 Έλληνες αιχμαλώτους την τελευταία στιγμή όπου κατάφερε να τους μεταφέρει ασφαλείς στην ρωσική ναυαρχίδα. Τραυματισμένος και ο ίδιος δύο φορές από σφαίρα - η δεύτερη μάλιστα θα του έπαιρνε τη ζωή αν δεν έβρισκε στην πλακέτα του ρολογιού του (το οποίο σήμερα είναι εκτεθειμένο στο Μπενάκειο μουσείο) – ζήτησε από τον Ρώσο ναύαρχο να στείλει μέρος του συμμαχικού στόλου στη Σμύρνη να παραλάβει τους εκεί Έλληνες, κάτι που έγινε – πάλι χάρη στην προσωπική του παρέμβαση και αυταπάρνηση, γλυτώνοντάς τους από βέβαιο θάνατο.

        Μετά τη ναυμαχία ο Παπαρρηγόπουλος προσανατολίζει την δραστηριότητά του στην απομάκρυνση των Τούρκων από τα διάφορα κάστρα της Πελοποννήσου. Υπό τη σκιά των γυπών – συμμαχικών δυνάμεων, που καιροφυλακτούσαν να αποκτήσουν οι ίδιοι τα ελληνικά εδάφη της Πελοποννήσου αλλά και της Στερεάς Ελλάδας που ελευθερώνονταν από τους Οθωμανούς, εμποδίζει περεταίρω αιματοχυσία πείθοντας τους Τούρκους για το μάταιο της αντίστασης και επιτυγχάνοντας την αναίμακτη παράδοση των κάστρων πρώτα της Μεθώνης και της Κορώνης και στη συνέχεια του Αντιρρίου, της Ναυπάκτου, του Μεσολλογίου και του Αιτωλικού, κάστρα σημαντικά, αφού αν τα καταλάμβαναν οι Έλληνες θα επεκτείνονταν τα όρια του ελληνικού κράτους πέρα από τον λαιμό της Πελοποννήσου, όπως προσχεδίαζαν οι συμμαχικές Δυνάμεις.
        Ο Παπαρρηγόπουλος ήταν εκείνος που έπεισε τον κυβερνήτη Καποδίστρια να προχωρήσουν τις διαδικασίες κατάληψης των επίμαχων φρουρίων δια της διπλωματικής οδού και όχι της πολιορκίας. Έτσι, ως πληρεξούσιος της Κυβέρνησης, επιτυγχάνει το ακατόρθωτο. Να πείσει τους Τούρκους να παραδοθούν αμαχητί! Σε αυτό βοήθησαν οι φιλικές σχέσεις του με ανθρώπους του αντίθετου στρατοπέδου, το ταλέντο του στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις και, κυρίως, στον αγαπητό από τους πάντες χαρακτήρα του. Τον αγαπούσαν όλοι και τον εμπιστεύονταν σε ό,τι και αν τους έλεγε ή τους ζητούσε.
Η υπογραφή του ως πληρεξούσιος του Έλληνα Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια υπάρχει σε όλες τις συνθήκες παράδοσης των φρουρίων που προαναφέρθηκαν, ήταν ο ίδιος μάλιστα που επέβλεπε για την τήρηση των συμφωνηθέντων, μια πράξη που εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους Τούρκους που παρέδιδαν ένα-ένα τα κατακτημένα εδάφη της Ελλάδας.

        Μετά από 400 χρόνια υποδούλωσης και 8 χρόνια πολέμου η
Ελλάδα ήταν πλέον ελεύθερη και ο Παπαρρηγόπουλος ήταν εκεί για να το ζήσει σε όλα τα στάδια αυτής της πορείας. Η Ελλάδα άρχισε δειλά-δειλά να ισορροπεί στα πόδια της, να γίνεται κράτος αυτόνομο, ανεξάρτητο, που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα υπόλοιπα νεοσύστατα κράτη της Ευρώπης που κατάφεραν να αποτινάξουν τους δικούς τους φεουδαρχικούς δυνάστες.

        Αυτή την Ελλάδα υπηρέτησε ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος μέσα από τη θέση του Γενικού Πρόξενου της Ρωσίας αρχικά και
κατόπιν από εκείνης του Συμβούλου Επικρατείας στην Αθήνα, όπου έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ενεργής ζωής του.
        Με τα 500.000 γρόσια (κάπου 1.500.000 σε σημερινά ευρώ) που έλαβε ως χρηματική αποζημίωση από την ρωσική κυβέρνηση για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει – πέρα από τις 3 παρασημοφορήσεις του από τον ίδιο τον Τσάρο
αυτοκράτορα Νικόλαο – συνέχισε τον αγώνα του με δεδομένα ειρήνης αυτή τη φορά, αφού είχε εμφανιστεί ένα νέο πρόβλημα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Οι μπέηδες με το πέρας της υποδούλωσης αρνούνταν να φύγουν από την Ελλάδα, αφού μετά από τόσα χρόνια κυριαρχίας είχαν αποκτήσει μεγάλες και προσοδοφόρες εκτάσεις γης που αρνούνταν να εγκαταλείψουν.
Αντιλαμβανόμενος την σοβαρότητα του προβλήματος, ο Παπαρρηγόπουλος ξεκίνησε να αγοράζει όσα περισσότερα κτήματα μπορούσε μόνον από Τούρκους γαιοκτήμονες, ώστε να φύγουν από την Ελλάδα οριστικά και αμετάκλητα.
        Γνωστά είναι τα κτήματα που παραχώρησε στην ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να φτιαχτεί ο Εθνικός – τότε Βασιλικός – Κήπος της νεοσύστατης πρωτεύουσας, καθώς και μια μεγάλη έκταση στην Κάρυστο Ευβοίας. Εκεί έφτιαξε την εξοχική του κατοικία όπου και αποσύρθηκε μόνιμα στη δύση της ζωής του.

        Εκτός από γη, ο Παπαρρηγόπουλος απόκτησε στην Αθήνα και ένα σπίτι, το οποίο υπάρχει μέχρι και σήμερα, ένα υπέροχο νεοκλασικό δίπατο κτήριο στην οδό Κυδαθηναίων αριθμός 27, στην Πλάκα.
        Εκεί έζησε ημέρες γαλήνης και μακροημέρευσης με την δεύτερη σύζυγό του (η πρώτη απεβίωσε νωρίς) και τα επτά παιδιά του, τα οποία όλα τους διέπρεψαν επαγγελματικά, κοινωνικά και προσωπικά και εξελίχθηκαν σε αξιοσήμαντα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας. Η οικία Παπαρρηγόπουλου πρωταγωνίστησε επί σειρά ετών στην κοσμική ζωή της Αθήνας, με σημαντικές προσωπικότητες της εγχώριας και διεθνούς πολιτικής και καλλιτεχνικής ζωής να παρελαύνουν από τις όμορφες σάλες του, αν και ο ίδιος απείχε συνειδητά από τα πολιτικά δρώμενα του τόπου.
  
        Προχωρώντας σιγά σιγά προς το κλείσιμο αυτής της παρουσίασης, θα ήθελα να μεταφέρω κάποια ενδεικτικά λόγια επιφανών για τον Παπαρρηγόπουλο, όπως τα συγκέντρωσε στο βιβλίο του ο Στυλιανός Δέτσης, χρήσιμος οδηγός για την έρευνά μου.

        Αλή πασάς:
        «Είδησις προς όλους τους κοσαμπάδες (κωμοπόλεις) και χωρία από τα Ιωάννινα και έως το Έμπαχτον (Ναύπακτος).
Απερνά ο αγαπητός μας κυρ Τζοάννης Παπαρρηγόπουλος … ο οποίος, ό,που ήθελε γυρίσει και σταθή, να τον δεχτήτε με τιμή και με κονάκι και με περιποίησιν, οπου να μείνει ευχαριστημένος όθεν α περάσει…»
        Φιλικοί:
        «Αποστέλλομεν τον επιφέροντα το παρόν (συστατικό έγγραφο) ημέτερον Σιορ Τζωάννην Παπαρρηγόπουλον, άνδρα φίλον και αδελφόν, τίμιον και πιστόν, προς ον ενεθέμεθα άπαντες τους στοχασμούς ημών.»
        Φιλότουρκη εφημερίδα της Σμύρνης:
        «Ο οκταετής πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων παρέχει δυστυχώς τόσον ολίγους άνδρας, δυννηθέντας να σεβασθώσι και βοηθήσωσι τους δυστυχήσαντας εχθρούς, ώστε θεωρούμεν καθήκον μας να δημοσιεύσωμεν τους επαίνους, ους οι αρχηγοί των εν τοις φρουρίοις Αντιρρίου και Ναυπάκτου Τούρκων εκφράζουσι δια την υπερ αυτών διαγωγήν ενός αρχηγού των Ελλήνων, του Ιωάννου Παπαρρηγόπουλου, διερμηνέως του ρωσικού στόλου. Η παρουσία του, διηγούνται οι Τούρκοι, μας ενεθάρρυνε να συνθηκολογήσουμεν. Εγιγνώσκαμεν τον έντιμο χαρακτήρα του και εδώσαμεν πίστιν εις τους λόγους του. Άνευ αυτού η χύσις του αίματος ήτον αναπόφευκτος. Γενομένης δε της συνθήκης, ο Παπαρρηγόπουλος μας παρέσχε τροφάς και χρήματα. Μετεχειρίσθη δε άπαντας τους Τούρκους με πολλήν φιλανθρωπίαν.»

        Και πολλά πολλά άλλα που έχουν ειπωθεί από σημαίνοντα πρόσωπα ιστορικής βαρύτητας, όπως ο Καποδίστριας, ο Μιαούλης ο ναύαρχος Χέυδεν και άλλοι, όλα ενδεικτικά της επαγγελματικής τιμής και ακεραιότητας του χαρακτήρα του παιδιού του Δαμαριώνα που έμεινε πιστό στο όραμά του, ευεργετώντας την Ελλάδα όσο λίγοι.


        Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να εξομολογηθώ κάτι.

Τον Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο δεν τον είχα ακουστά, παρά μόνο όταν ήρθα εις γάμου κοινωνία με τον Νίκο, αλλά και τότε, μόνο σαν ένα όνομα ιστορικό κενό περιεχομένου.  
Μέσα στα χρόνια έμαθα πως κάπου στις ανηφοριές του Δαμαριώνα υπάρχει ένα βουλημένο πέτρινο κτήριο που ήταν το σπίτι όπου γεννήθηκε. Προσπάθησα σε κάποια επίσκεψή μου στο χωριό να το αναζητήσω. Κανείς από όσους ρώτησα δεν ήξερε να με οδηγήσει ως εκεί.
Είχα ωστόσο την ευκαιρία να θαυμάσω από κοντά τη βρύση του Μερσινού που φτιάχτηκε από τον ίδιο, σε μια επίσκεψή του στο νησί προκειμένου να ξαναδεί τους γέροντες γονείς του.
Αλλά και στις Αναστάσεις που έζησα στο χωριό, μου δόθηκε η δυνατότητα να παρατηρήσω τη φυσιογνωμία του από την προτομή του που βρίσκεται στον προαύλιο χώρο του ιερού ναού του Σωτήρα και να προσέξω την πραότητα και την ηρεμία που εξέπεμπαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
        Όμως, μόνο όταν ήρθε η πρόσκληση από το διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου Δαμαριώνα Νάξου και τον πρόεδρό του, αγαπητό κ. Μιχάλη Δέτση, που τους ευχαριστώ πολύ, να πω λίγα λόγια εδώ απόψε προς τιμήν των 142 χρόνων από τον θάνατο του ιστορικά αδικημένου – κατ’ εμέ - ήρωα, μόνον τότε άρχισα να δίνω σχήμα και νόημα στο αφηρημένο όνομα που άκουγα που όλοι γνωρίζουμε, ειδικά εσείς, οι γηγενείς Δαμαριωνίτες που έχετε κάθε λόγο να αισθάνεστε υπερήφανοι που το χωριό σας έβγαλε από τα σπλάχνα της έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν.

        Νομίζω όμως ότι θα πρέπει να αισθάνεστε υπερήφανοι και για έναν ακόμη λόγο, που θα σας πω αμέσως έτσι όπως το αισθάνομαι, ως σύζυγος Δαμαριωνίτη, μοιραζόμενη μαζί σας κάτι προσωπικό.
Όσο έμπαινα μέσα στη βιβλιογραφία και τις διάφορες γραπτές πηγές προκειμένου να αποκτήσω μια άποψη για τον Παπαρρηγόπουλο, το εξής θαυμαστό συνέβαινε: Κάθε φορά που διάβαζα κάτι καινούργιο που είχε να κάνει με τον τρόπο που ενεργούσε, τον τρόπο που σκεφτόταν ή τον τρόπο που επικοινωνούσε με τους γύρω του, αισθανόμουν πως ήταν σα να τον γνωρίζω ήδη! Αυτός ο χαρακτήρας μου ήταν ήδη γνώριμος. Στην προσπάθειά μου να το εξηγήσω, διαπίστωσα έκπληκτη πως όλα αυτά τα γνωρίσματα που τον χαρακτήριζαν, μου ήταν ήδη γνωστά και οικεία από όλους εσάς, τους σημερινούς Δαμαριωνίτες που γνώρισα και αγάπησα όλα αυτά τα χρόνια.
        Εντιμότητα, βίος λιτός, εγκρατής και ήσυχος, εργατικότητα παραδειγματική, αίσθημα προσφοράς, αλληλεγγύης, φιλανθρωπίας, εγκαρδιότητα, αφοσίωση, αξιοπιστία, σεμνότις.  Όλα ζωντανά γύρω μου, ακόμα και μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.
Να ζουν και να παραμένουν αναλλοίωτα με έναν τρόπο θαρείς μαγικό, υπερβατικό, σα να μην πέρασε μια μέρα.
Σα να πρόκειται για το ίδιο άτομο, με τα ίδια χαρακτηριστικά, τα ηρωικά, τα ανθρώπινα, του υπεύθυνου επαγγελματία, του ανεκτίμητου φίλου, του λατρεμένου οικογενειάρχη.
Το ίδιο DNA έχει ταξιδέψει στα μονοπάτια της ιστορίας και έφτασε αναλλοίωτο σε εσάς, τους σημερινούς Δαμαριωνίτες, τους απογόνους μιας τόσο σημαντικής προσωπικότητας όσο ο Ιωάννης Λινάρδος Παπαρρηγόπουλος, ενός ήρωα, ενός ανθρώπου με Α κεφαλαίο, που παραμένει ζωντανό, ακέραιο μέχρι και σήμερα, μέχρι και τώρα, αυτή τη στιγμή που έχουμε συγκεντρωθεί στον χώρο αυτό για να τον τιμήσουμε, μέσα από όλους εσάς.


Το πραγματικό του όνομα ήταν Λινάρδος και γεννήθηκε στον Δαμαριώνα, ένα φτωχό χωριό της Νάξου.Υιοθετήθηκε από εύπορη οικογένεια και έτσι μπόρεσε να πάρει σπουδαία μόρφωση στην Κωνσταντινούπολη, τη Ρώμη και τη Μόσχα.Προσελήφθη στο ρωσικό προξενείο της Πάτρας και με εντολή του τσάρου πήγε το 1814 στα Γιάννενα για να παροτρύνει τον Αλή πασά να εξεγερθεί κατά της Πύλης με την υπόσχεση ότι θα έχει την υποστήριξη των Ρώσων.Ηταν μόλις 25 χρόνων όταν μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και είχε κρίσιμο ρόλο στην καθοριστική για το μέλλον της Ελλάδας ναυμαχία του Ναυαρίνου.



Λίγο πριν από την αποχώρηση των Τούρκων από την Αθήνα και ενώ ακόμη δεν ήταν οριστική η απόφαση ότι θα είναι η νέα πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ο Παπαρρηγόπουλος αγόρασε από τους γιους του Ομέρ πασά 150.000 στρέμματα στον Ωρωπό (που ήταν καταπατημένα και γι' αυτό δεν έβρισκαν αγοραστές) για να παραδώσουν τα κάστρα της Αθήνας και της Χαλκίδας.



Μεγάλες αγορές γης είχε κάνει και σε άλλες περιοχές της Αθήνας, κυρίως στο Θησείο, με στόχο να επισπεύσει την απομάκρυνση των Τούρκων από την Αττική.



Τα αρχιτεκτονικά σχέδια είχαν αναλάβει ο Σταμάτης Κλεάνθης και Εδουάρδος Σάουμπερτ, που κυριαρχούσαν τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Οθωνα και το 1833 παρουσίασαν το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της πρωτεύουσας, το οποίο έμελλε να μείνει στα χαρτιά καθώς συνάντησε τις έντονες αντιδράσεις των ιδιοκτητών γης.



Το λιθόκτιστο τριώροφο αρχοντικό διαθέτει ωραίες αναλογίες και συμμετρικά ανοίγματα, μαρμάρινα φουρούσια για τη στήριξη των μπαλκονιών και μεταλλικά κιγκλιδώματα, χωρίς ιδιαίτερα στολίδια, όπως ήταν το χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής στα αθηναϊκά σπίτια πριν από την επέλαση του δυτικόφερτου νεοκλασικισμού.



Διατηρούνται ακόμη τα περσιδωτά κουφώματα, που χαρακτηρίζουν τα αθηναϊκά σπίτια της εποχής.



Ο Μακρυγιάννης

Από την αρχή έγινε το μεγάλο σαλόνι της Αθήνας και ανταγωνιζόταν αυτό της οικογένειας Βλαχούτσικου στην αρχή της οδού Πειραιώς.



Τον Μάρτιο του 1833 δόθηκε μεγάλη δεξίωση προς τιμήν της βαυαρικής φρουράς, στην οποία οι Τούρκοι παρέδωσαν την Ακρόπολη. Παρευρέθη «ο ανθός των ωραίων κορασίων», ανέφερε χαρακτηριστικά ο φρούραρχος Χριστόφορος Νέζερ.



Δεν ήταν το μόνο άνοιγμα προς τους Βαυαρούς. Αριστος διπλωμάτης, ο Παπαρρηγόπουλος πέτυχε να φιλοξενήσει τον Αύγουστο του 1834 τον Οθωνα, όταν διανυκτέρευσε στην Αθήνα κατά την πρώτη περιοδεία του στη Στερεά Ελλάδα. Ακολούθησε ο πατέρας του, ο φιλέλληνας βασιλιάς της Βαυαρίας, Λουδοβίκος Α', προς τιμήν του οποίου δόθηκαν ουκ ολίγες δεξιώσεις.



Τα Χριστούγεννα της ίδια χρονιάς στο σαλόνι του εμφανίζεται το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο, έθιμο που μεταφέρθηκε από τη Βαυαρία και γρήγορα παραγκώνισε το ελληνικό καραβάκι.



Στο πρωτόγνωρο ρεβεγιόν ήταν προσκαλεσμένος και ο στρατηγός Μακρυγιάννης, όπως αναγράφει η «Καθημερινή» (Δεκέμβριος 1965).



Οταν αντίκρισε το στολισμένο έλατο, γύρισε προς τον οικοδεσπότη και του είπε: «Ωραίο είναι, κυρ Γιάννη. Αλλά τα δένδρα μου δεν τ' αφήνω να φυτρώσουν μέσα στην κάμαρα. Μόνον τ' άρματά μου φυτρώνουν»!



Τρία χρόνια αργότερα ο Παπαρρηγόπουλος είναι ο γενικός πρόξενος της Ρωσίας στην Αθήνα και η επιρροή του στο φιλορωσικό κόμμα της εποχής ήταν πολύ μεγάλη, γι' αυτό οι σύγχρονοί τον αποκαλούσαν «Γραικόν οφισιάλην σε ρούσικη δούλεψη».



Το αρχοντικό του μάλιστα έγινε αργότερα κατοικία τού ελληνικής καταγωγής πρεσβευτή της Ρωσίας Γαβριήλ Κατακάζη και αναδείχθηκε σε στέκι των αντιμοναρχικών.



Η νεότερη πορεία του αρχοντικού δεν είναι αντάξια της ιστορίας του, παρ’ όλο που από το 1985 έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο από το υπουργείο Πολιτισμού, λόγω της ιστορικής αξίας του, αφού αποτελεί ένα από τα ελάχιστα διασωθέντα δείγματα της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής των μέσων του 19ου αιώνα.



Εχει υποστεί σοβαρές ζημιές από τον σεισμό του 1999, ενώ στην πίσω πλευρά, επί της οδού Δαιδάλου, έχει ανεγερθεί διώροφο κτίσμα.



1. Με τρία σπίτια



Ο Παπαρρηγόπουλος διέθετε συνολικά τρεις κατοικίες στην οδό Κυδαθηναίων. Ισως γι' αυτό ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Διονύσης Ζήβας, που ήταν ο επικεφαλής των πρώτων μελετών για τη σωτηρία της Πλάκας, θεωρεί ότι το αρχοντικό του βρισκόταν στον αριθμό 17.



2. Το πρώτο μπαζάρ



Το αρχοντικό ήταν το πρώτο που απέκτησε δίκτυο ύδρευσης ως ανταπόδοση για τη δωρεά του Παπαρρηγόπουλου στο συγκεκριμένο έργο. Το 1858 φιλοξένησε το πρώτο φιλανθρωπικό «μπαζάρ» για να συγκεντρωθεί βοήθεια για τους σεισμόπληκτους της Αρχαίας Κορίνθου.



3. Δόξα



Η οδός Κυδαθηναίων «βαφτίστηκε» το 1834 από τους Βαυαρούς μηχανικούς του πολεοδομικού σχεδίου της Αθήνας. Είχαν στη διάθεσή τους διάφορα αρχαία ονόματα και διάλεξαν αυτό του δήμου της αρχαίας Αθήνας που βρισκόταν στη βορειοανατολική πλευρά της Ακρόπολης. Προέρχεται από τη λέξη «κύδος», που σημαίνει δόξα.

efsyn/Χαρά Τζαναβάρα/evapsarrou


Δεν υπάρχουν σχόλια: