Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Στη Βαλύρα κάποτε …στο αλώνι στη σταφίδα …

Ο μοναχογιός Λάκης Μπόβης απλώνει σταφύλια στο αλώνι
Μέρες Αυγούστου στα χρόνια τα παλιά, τότε που ένα από τα κύρια εισοδήματα για την επιβίωση της αγροτιάς ήταν και η σταφίδα. Όλη η Βαλύρα ήταν στις σταφίδες και στα αλώνια. Θέρος ,τρύγος, πόλεμος, ήταν το σύνθημα και τρέχανε όλοι με τα ψάθινα καπέλα, τις φαλτσέτες στο χέρι και τα καλάθια με τις κόφες, για τον τρυγητό. Πραγματικό πανηγύρι γινότανε στην καθημερινή αυτή ‘’εκστρατεία’. Όλοι, μα όλοι νέοι , γέροι, γυναίκες και παιδιά, στην πρώτη γραμμή της ‘’μάχης’’. Το τραγούδι και το καλαμπούρι δεν έλειπαν ποτέ από τους ‘’μαχητές’’ της σκληρής αυτής μάχης κάτω από τον καυτό ήλιο του Καλοκαιριού. Το μεσημέρι βρίσκαν ολιγόωρο καταφύγιο στον παχύ ίσκιο κάποιας συκιάς.Εκεί απολάμβαναν το φαγητό, που συνήθως ήταν κόκορας μαγειρευμένος με χυλοπίτες ή μπακαλιάρος σε σάλτσα, που έγλειφες και τα δάχτυλά σου. Συνάμα η τσίτσα με το κρασί και το λαγίνι με δροσερό νερό από τα πηγάδια, που κάθε περιοχή είχε και το δικό της. Άντε μετά και το επιδόρπιο, φρεσκότατο από τη συκιά. Εκείνα τα ανεπανάληπτα σύκα, που σήμερα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Και μετά πάλι στον αγώνα μέχρι που να νυχτώσει. Τότες δεν υπήρχαν οχτάωρα. Το ωράριο στα χτήματα ήταν ήλιο με ήλιο και ο κόσμος άντεχε, ήθελε δεν ήθελε.


Τέλειωνε ο τρύγος και τότε άρχιζε το καραούλι μέχρι να ξεραθούν τα σταφύλια στα αλώνια. Ο καιρός Αυγουστιάτικα, όλο και κάποιο τερπίπι θα σκαρφιζότανε. Μια ξαφνική νεροποντή μπορούσε να στείλει τη σοδιά στο χαντάκι, και τότε κλάψε Χαράλαμπε. Πάνε οι κόποι μιας χρονιάς, δεκάρα τσακιστή δεν θα υπήρχε ούτε για τσιουράπια. Όσο για καινούργια παπούτσια, ούτε λόγος να γινότανε. Ούτε από κείνα στο σορό στο Μελιγαλαίικο πανηγύρι δεν μπορούσες να πάρεις,που άμα τα ταίριαζες αριστερό και δεξιό, έσκαγες ένα ταληράκι στο μπάρμπα που τα πούλαγε και γύρναγες στη Βαλύρα παπουτσωμένος. Όσο για το μπακάλη που κράταγε το τεφτέρι με τα βερεσέδια και το έφτυνε και το ξανάφτυνε ξεφυλλίζοντάς το, για να σουμάρει τους παράδες που κάνει να παίρνει, και από το πολύ φτύσιμο είχε γίνει σα ρεπετζέλα, θα φούσκωνε άλλο τόσο το πεντέρημο.Και τότε άντε να τα έβγαζες πέρα μαζί του. Ούτε σαρδέλα σκουλικιασμένη δε θα σου έδινε βερεσέ.

Έτσι ο ύπνος τα βράδια δίπλα στα σταφιδάλωνα, ήταν αναπόφευκτος. Μια κουρελού ή ένα λιόπανο κάτω στο χώμα και για σεντόνι το φως του φεγγαριού. Ρίσκο μεγάλο ήτανε να πας για παράδειγμα στο Μπιζάνι να κοιμηθείς στο σπιτάκι σου. Άμα άρχιζαν οι πρώτες σταγόνες να πέφτουν από τον ουρανό, έπρεπε να είσαι ο ταχύτερος Πίπης Λούης για να προκάνεις το κακό. Δεν έλειψαν ποτέ τέτοιες λαχτάρες και έβλεπες να χτυπάει η φτέρνα στη γουβίτσα και η καρδιά σα τη χούρχουρη.

Κάποιοι μεγαλοχτηματίες ήταν τυχεροί, γιατί είχαν τα τσαρδάκια τους εκεί με όλα τα σύνεργα για μαγεριό και ύπνο.Είχαν και τον μπιστικό τους, οπότε είχαν δεμένο το γαϊδαρό τους, που λέει ο λόγος.

Ο μπάρμπα Χρήστος ο Ξαπλόπουλος δεν είχε και πολύ άγχος για το πώς θα πάει η σοδιά. Γι’ αυτό κανά δυό χρονιές του πήρε η βροχή τη σταφίδα και τον μπακάλη τον είχανε ζώσει τα μαύρα φίδια. Καλού κακού τη φετινή χρονιά ‘’είχε το νου του’’ και πέρναγε και ξαναπέρναγε στο δρόμο όξω από τη σταφίδα και λοξοκοίταγε κατά το αλώνι του μπάρμπα Χρήστου. Στα κατάστιχά του είχε γράψει πάνω από το όνομά ‘’Χρήστος Ξαπλόπουλος’’ , ΠΙΣΤΩΣΗΣ ΔΕΝ ΜΑΤΑΔΙΝΕΤΑΙ. Άφραγκος ήταν πάντα ο μπάρμπα Χρήστος , έτσι κι’ αλλιώς , αφού έλεγε μόνο τα ρολόγια και τα κορόϊδα δουλεύουν. Τη μικροσταφιδούλα του , κάτι λίγες ρίζες ελιές, μια κατσικούλα και μερικές κοτούλες είχε, για να περνάει αυτός και η φαμίλια του. Φτώχεια και πείνα καταραμένη και το τεφτέρι με τα βερεσέδια να αβγατένει διαρκώς.

Είχαν περάσει οι ημέρες ο καιρός ήταν στρωτός και ο μπάρμπα Χρήστος έτριψε τη σταφίδα, τη λίχνισε και τη σόρωσε. Ήταν πλέον έτοιμη για τσουβάλιασμα και κατόπιν ντουγρού για τον έμπορα, προκειμένου να σουφρώσει το ζεστό παραδάκι.

Το μάτι όμως του μπακάλη έπιασε τη σορωμένη στο αλώνι σταφίδα και σκέφθηκε να εξασφαλίσει με αυτή στα σίγουρα, κάποια από τα βερεσέδια του οφειλέτη του. Μια και δυό λοιπόν, το απόγευμα μισθώνει το κάρο, παίρνει μαζί του και το τσούρμο του και πάνε στο αλώνι του μπάρμα Χρήστου και αρχίζουν να σακιάζουν. Κόντευαν να τελειώσουν, όταν καβάλα στο γαϊδαρό του έφθασε και ο μπάρμπα Χρήστος με ξοπίσω τη γυναίκα του ζαλιά με άδεια τσουβάλια και το φτιάρι και παραπίσω τα κουτσούβελά τους. Προς στιγμή ο μπακάλης μούδιασε λίγο με την έλευση του αφεντικού και ήταν έτοιμος για καβγά άμα χρειαστεί. Χαλάρωσε όμως όταν άκουσε πάνω από το γάϊδαρο τον μπάρμπα Χρήστο να λέει: Χα,χα,χα με βγάλατε και από το κόπο να σακιάζω και να κουβαλάω…
Ο μπακάλης φόρτωσε με το πάσο του τα γεμάτα τσουβάλια στο κάρο και έγινε άρατος.Ο μπάρμπα Χρήστος έμεινε ρέστος και σκεφτικός ξύνοντας τα αχαμνά του.
Γιάννης Ερρίκου Λινάρδος

Δεν υπάρχουν σχόλια: