Το ψάρεμα κάποτε στο ποτάμι της Μαυροζούμενας ήταν μια πολύ συχνή ενασχόληση των Βαλυραίων.Τα
ψάρια του γλυκού νερού,σε παλιές εποχές, ήταν τα μόνα διαθέσιμα.
Θαλασσινά δεν υπήρχαν αλλά και η φτώχεια ανάγκαζε τον κόσμο να ψαρεύει
στο ποτάμι μας,για να συμπληρώσει το οικογενειακό τραπέζι. Τότε η
μόλυνση δεν είχε μολύνει τα νερά και κάθε τι ποταμίσιο ήταν καθαρό και
κατάλληλο προς βρώση. Τρόποι ψαρέματος υπήρχαν αρκετοί. Ένας πιο
συνηθισμένος και μεγάλης απόδοσης τρόπος ήταν η καλαμωτή,όπως αυτή
διακρίνεται στην διπλανή φωτογραφία.Η κυρά Θανάσω η μυλωνού που άλεθε το σιτάρι στον παλιό μύλο του χωριού,είχε παράλληλα στήσει στην κοίτη της Μαυροζούμενας και την καλαμωτή της, για να τρώει κανένα ψαράκι αυτή και οικογένειά της. Πλούσια ήταν κάθε φορά η ψαριά γεμάτη κεφαλόπουλα,τριχόπουλα, χαμοσούρτια, χέλια, και καβούρια.Ροβόλαγε νωρίς πρωί-πρωί και γέμιζε το καλάθι της.Με τα πολλά και με τα λίγα,πήρε πρέφα την καλαμωτή και ένας τσοπάνος που είχε το μαντρί του απόπερα
στις ελιές και του μπήκε η ιδέα να φάει και αυτός κανένα ψαράκι. Μόνο
που ''γλυκάθηκε'' από τη πρώτη φορά και του έγινε συνήθεια. Έτσι λοιπόν
έπαιρνε τα άγρια χαράματα τη καρδάρα του και ξάφριζε κυριολεκτικά την καλαμωτή.Η κυρά Θανάσω ήταν πολύ έξυπνη γυναίκα και γρήγορα την ψιλιάστηκε
τη δουλειά. Αμέσως έβαλε σε εφαρμογή σχέδιο για την ''σύλληψη'' και την
παραδειγματική τιμωρία του δράστη. Έτσι μια νύχτα γέμισε μπροστογιομή την τσιάγκρα της με μπαρούτι,προσθέτοντας αντί για σκάγια,χοντρό αλάτι και ψιλοφάσολα!!! Κρύφτηκε λοιπόν από τις πέντε τα χαράματα πίσω από κάτι λιγιές με το όπλο της προτεταμένο και περίμενε τον απρόσκλητο επισκέπτη. Πράγματι αυτός δεν άργησε να φανεί,σα σκιά μέσα στο σκοτάδι,κρατώντας την καρδάρα του,που αντί για γάλα τα πρωινά,την ''ασήμωνε'' πρώτα τώρα τελευταία με φρέσκα ψαράκια Μαυροζούμενας.Η κυρά Θανάσω τον άφησε να πλησιάσει στην καλαμωτή και όταν αυτός έσκυψε
να πάρει τη λεία του,σηκώθηκε όρθια και του φώναξε:Αλτ μπαγάσα και σ'
έφαγα. Δεν περίμενε περαιτέρω ενέργειες του δράστη και αμέσως του έσκασε
μια μπαταριά στα προτεταμένα από το σκύψιμο οπίσθια του. Τρομαγμένος ο
βλάχος τόβαλε στα πόδια πετώντας τη καρδάρα κατάχαμα και ακόμα τρέχει από το τσούξιμο του αλατιού στον πισινό του. Ένας Θεός ξέρει που στα καπινίδια έχει σκαπετήσει, αφού ακόμα τρέχει!!!
ΙΕΛ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου